- ἀποδημητικῶν
- ἀποδημητικόςfond of wanderingfem gen plἀποδημητικόςfond of wanderingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
πέρασμα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας,… … Dictionary of Greek
προορνιθίαι — οἱ, Α (ενν. ἄνεμοι) βόρειοι άνεμοι που επικρατούν πριν από τον εαρινό ερχομό τών αποδημητικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀρνιθίας «βόρειος άνεμος που πνέει την άνοιξη»] … Dictionary of Greek
πτηνοσκοπία — η, Ν βιολ. η συστηματική επισκόπηση τών κινήσεων τών αποδημητικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + σκοπία (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ομφαλο σκοπία] … Dictionary of Greek
πτηνοσκοπείο — το, Ν (βιολ. ζωολ.) πρόσφορη θέση ή σταθμός για την επισκόπηση τής κίνησης τών αποδημητικών πτηνών και την τοποθέτηση δακτυλίων για εξακρίβωση τής πορείας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + σκοπείο (< σκόπος), πρβλ. αστερο σκοπείο] … Dictionary of Greek
ακεντορίδες — (accentoridae). Γένος μικρών αποδημητικών πτηνών. Το σώμα τους είναι εύρωστο και το ράμφος τους στην άκρη του παρουσιάζει μια ελαφριά κλίση προς τα πάνω. Τα τρία μπροστινά τους δάχτυλα ενώνονται στη βάση τους με μια μικρή μεμβράνη και το χρώμα… … Dictionary of Greek
βιορυθμοί — Η προσαρμογή (συγχρονισμός) ορισμένων ζωτικών φυσιολογικών λειτουργιών των οργανισμών στις περιοδικές μεταβολές παραγόντων του περιβάλλοντος (φως, θερμοκρασία, παλίρροιες, σεληνιακός κύκλος κλπ.). Με την προσαρμογή αυτή οι οργανισμοί καταφέρνουν… … Dictionary of Greek
Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek